Δείτε επίσης: παρασταίνομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραστέκομαι < παραστέκω: παρα- + μεσαιωνική ελληνική στέκω, στέκομαι. [1] Βλ. και το λόγιο παρίσταμαι[2]

παραστέκομαι (αόριστος παραστάθηκα)

Συνώνυμα

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη στέκομαι, αλλά χωρίς μετοχή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία