παραστέκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραστέκω < παρα- + μεσαιωνική ελληνική στέκω.
Ρήμα
επεξεργασίαπαραστέκω (παρατατικός παράστεκα)
- → δείτε τη λέξη παραστέκομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραστέκω
|
παραστέκω (παρατατικός παράστεκα)
|