συμπαραστάτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπαραστάτης < αρχαία ελληνική συμπαραστάτης < συμπαρίστημι < παρίστημι < ἵστημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπαραστάτης αρσενικό (θηλυκό συμπαραστάτρια)
- που συμπαρίσταται, που συμπαραστέκεται