↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπαραστάτρια οι συμπαραστάτριες
      γενική της συμπαραστάτριας των συμπαραστατριών
    αιτιατική τη συμπαραστάτρια τις συμπαραστάτριες
     κλητική συμπαραστάτρια συμπαραστάτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπαραστάτρια < συμπαραστάτης + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμπαραστάτρια θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία