χούφτωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχούφτωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χουφτώνω
- ※ Την ακολούθησε στον τσέστερφιλντ. Μόλις αναπαύτηκαν, ο υπουργός άρχισε να της βάζει χέρι. Δεν πρόλαβε να ευχαριστηθεί το χούφτωμα, η Χρυσούλα ορθώθηκε με νέες αντιρρήσεις (Χρήστος Ναούμ, Άσωτοι έρωτες, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χούφτωμα
|