βάζω χέρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαβάζω χέρι
- παίρνω, αφαιρώ κάτι που δεν μου ανήκει
- κάποιος έβαλε χέρι στο ταμείο γιατί λείπουν τρεις χιλιάδες
- ≈ συνώνυμα: σφετερίζομαι, χουφτώνω
- (κακόσημο) ακουμπάω, χαϊδεύω, πιάνω με σεξουαλική διάθεση, κάποιο μέρος του σώματος άλλου ατόμου
- ※ Την ακολούθησε στον τσέστερφιλντ. Μόλις αναπαύτηκαν, ο υπουργός άρχισε να της βάζει χέρι. Δεν πρόλαβε να ευχαριστηθεί το χούφτωμα, η Χρυσούλα ορθώθηκε με νέες αντιρρήσεις (Χρήστος Ναούμ, Άσωτοι έρωτες, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014)
- ≈ συνώνυμα: χουφτώνω, κουτουπώνω
- φωνάζω, κάνω επίπληξη
- θα μιλήσουμε πάλι το απόγευμα γιατί τώρα μόλις ήρθε το αφεντικό και μού 'βαλε χέρι που δεν έχω τελειώσει ακόμα την ταξινόμηση
- ≈ συνώνυμα: τα ψέλνω, τα λέω ένα χεράκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία βάζω χέρι
|