Ετυμολογία

επεξεργασία
βάζω χέρι < → δείτε τις λέξεις βάζω και χέρι

  Έκφραση

επεξεργασία

βάζω χέρι

  1. παίρνω, αφαιρώ κάτι που δεν μου ανήκει
    κάποιος έβαλε χέρι στο ταμείο γιατί λείπουν τρεις χιλιάδες
     συνώνυμα: σφετερίζομαι, χουφτώνω
  2. (κακόσημο) ακουμπάω, χαϊδεύω, πιάνω με σεξουαλική διάθεση, κάποιο μέρος του σώματος άλλου ατόμου
    ※  Την ακολούθησε στον τσέστερφιλντ. Μόλις αναπαύτηκαν, ο υπουργός άρχισε να της βάζει χέρι. Δεν πρόλαβε να ευχαριστηθεί το χούφτωμα, η Χρυσούλα ορθώθηκε με νέες αντιρρήσεις (Χρήστος Ναούμ, Άσωτοι έρωτες, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014)
     συνώνυμα: χουφτώνω, κουτουπώνω
  3. φωνάζω, κάνω επίπληξη
    θα μιλήσουμε πάλι το απόγευμα γιατί τώρα μόλις ήρθε το αφεντικό και μού 'βαλε χέρι που δεν έχω τελειώσει ακόμα την ταξινόμηση
     συνώνυμα: τα ψέλνω, τα λέω ένα χεράκι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία