Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χουφτωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Αντώνυμα
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χουφτωμέν
ος
η
χουφτωμέν
η
το
χουφτωμέν
ο
γενική
του
χουφτωμέν
ου
της
χουφτωμέν
ης
του
χουφτωμέν
ου
αιτιατική
τον
χουφτωμέν
ο
τη
χουφτωμέν
η
το
χουφτωμέν
ο
κλητική
χουφτωμέν
ε
χουφτωμέν
η
χουφτωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χουφτωμέν
οι
οι
χουφτωμέν
ες
τα
χουφτωμέν
α
γενική
των
χουφτωμέν
ων
των
χουφτωμέν
ων
των
χουφτωμέν
ων
αιτιατική
τους
χουφτωμέν
ους
τις
χουφτωμέν
ες
τα
χουφτωμέν
α
κλητική
χουφτωμέν
οι
χουφτωμέν
ες
χουφτωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
χουφτωμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
χουφτώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
φουχτωμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
αχούφτωτος
/
αφούχτωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χουφτωμένος