Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φουχτωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Αντώνυμα
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φουχτωμέν
ος
η
φουχτωμέν
η
το
φουχτωμέν
ο
γενική
του
φουχτωμέν
ου
της
φουχτωμέν
ης
του
φουχτωμέν
ου
αιτιατική
τον
φουχτωμέν
ο
τη
φουχτωμέν
η
το
φουχτωμέν
ο
κλητική
φουχτωμέν
ε
φουχτωμέν
η
φουχτωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φουχτωμέν
οι
οι
φουχτωμέν
ες
τα
φουχτωμέν
α
γενική
των
φουχτωμέν
ων
των
φουχτωμέν
ων
των
φουχτωμέν
ων
αιτιατική
τους
φουχτωμέν
ους
τις
φουχτωμέν
ες
τα
φουχτωμέν
α
κλητική
φουχτωμέν
οι
φουχτωμέν
ες
φουχτωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
φουχτωμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
φουχτώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
χουφτωμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
αχούφτωτος
/
αφούχτωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φουχτωμένος
→
δείτε
τη λέξη
χουφτωμένος