σφαγιασθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σφαγιασθείς | η | σφαγιασθείσα | το | σφαγιασθέν |
γενική | του | σφαγιασθέντος | της | σφαγιασθείσας & σφαγιασθείσης* |
του | σφαγιασθέντος |
αιτιατική | τον | σφαγιασθέντα | τη | σφαγιασθείσα | το | σφαγιασθέν |
κλητική | σφαγιασθείς | σφαγιασθείσα | σφαγιασθέν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σφαγιασθέντες | οι | σφαγιασθείσες | τα | σφαγιασθέντα |
γενική | των | σφαγιασθέντων | των | σφαγιασθεισών | των | σφαγιασθέντων |
αιτιατική | τους | σφαγιασθέντες | τις | σφαγιασθείσες | τα | σφαγιασθέντα |
κλητική | σφαγιασθέντες | σφαγιασθείσες | σφαγιασθέντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sfa.ɣi.aˈsθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σφα‐γι‐α‐σθείς
Μετοχή
επεξεργασίασφαγιασθείς
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφαγιασθείς
|