Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σφάξιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σφάξιμ
ο
τα
σφαξίμ
ατ
α
γενική
του
σφαξίμ
ατ
ος
των
σφαξιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
σφάξιμ
ο
τα
σφαξίμ
ατ
α
κλητική
σφάξιμ
ο
σφαξίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σφάξιμο
<
σφάζω
(
θέμα αορίστου
σφαξ-
) +
-ιμο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σφάξιμο
ουδέτερο
η ενέργεια του
σφάζω
, η
σφαγή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σφάξιμο