Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτοσφαγής < αὐτός + σφάζω

αὐτοσφαγής,ής,ές

  1. που έχει μαχαιρώσει τον εαυτό του
  2. που τον έχουν σφάξει συγγενείς του