Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασφάξ < δια- + σφάζω + -άξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διασφάξ θηλυκό (γενική: διασφάγος)

  Πηγές επεξεργασία