χορηγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | χορηγός | οι | χορηγοί |
γενική | του/της | χορηγού | των | χορηγών |
αιτιατική | τον/τη | χορηγό | τους/τις | χορηγούς |
κλητική | χορηγέ | χορηγοί | ||
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χορηγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χορηγός < χορός + ἄγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορηγός αρσενικό ή θηλυκό
- (ιστορία, θέατρο), στην αρχαία Αθήνα) ο ιδιώτης που αναλάμβανε τα έξοδα μιας παράστασης δράματος
- φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προσφέρει χρήματα για κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα, με σκοπό την προβολή της επωνυμίας του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | χορηγός | οἱ | χορηγοί |
γενική | τοῦ | χορηγοῦ | τῶν | χορηγῶν |
δοτική | τῷ | χορηγῷ | τοῖς | χορηγοῖς |
αιτιατική | τὸν | χορηγόν | τοὺς | χορηγούς |
κλητική ὦ! | χορηγέ | χορηγοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χορηγώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χορηγοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχορηγός αρσενικό
- (θέατρο) εκείνος που πληρώνει ή διαθέτει τα μέσα για να καταρτιστεί ο χορός σε ένα δράμα ή σε μια γιορτή
- ⮡ χορηγός αἱρεθείς, ἱμάτια χρυσᾶ παρασχὼν τῷ χορῷ, ῥάκος φορεῖ
- εκείνος που πληρώνει για κάλυψη διαφόρων αναγκών (αλλά όχι για τις τριηραρχίες)
- ⮡ εἰσποιεῖ χορηγοὺς εἰς ἐκείνας τὰς λῃτουργίας
- ⮡ χορηγός τῶν εὐτυχημάτων, χορηγός ὕδατος
- που συμβάλλει
- ⮡ πᾶσα χορηγός τῆς νόσου (ό,τι επιδεινώνει την κατάσταση, ό,τι ενισχύει την ασθένεια)
- (μεταφορικά) για εκείνον που βρίσκεται πίσω από μια ενέργεια, εκείνον που κινεί τα νήματα και ίσως δωροδοκεί, αλλά μερικές φορές και με θετική έννοια
- ⮡ χορηγόν ἔχοντες Φίλιππον, χορηγόν τὸν πατέρα ἔχειν, λήψεται χορηγόν τῇ ἑαυτοῦ βδελυρίᾳ, οἱονεὶ χορηγός καὶ μισθοδότης
- ⮡ τῆς φύσεως αὐτῶν ὁ θεὸς χορηγός
- (ελληνιστική σημασία) ο πλανήτης που σύμφωνα με τους αστρολόγους "κυβερνά" ένα επάγγελμα
- (ελληνιστική σημασία) οι αρτηρίες που παρέχουν αίμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- χορηγός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χορηγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.