σπόνσορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σπόνσορας | οι | σπόνσορες |
γενική | του | σπόνσορα | — | |
αιτιατική | τον | σπόνσορα | τους | σπόνσορες |
κλητική | σπόνσορα | σπόνσορες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπόνσορας < (άμεσο δάνειο) αγγλική sponsor < λατινική sponsor < sponsus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος spondeo < πρωτοϊταλική *spondeō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *spondéyeti < *spend- (πβ. αρχαία ελληνική σπένδω / σπονδή)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπόνσορας αρσενικό ή θηλυκό
- ο χορηγός μιας διοργάνωσης (ή συχνά μιας αθλητικής ομάδας)