πάτρωνας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάτρωνας | οι | πάτρωνες |
γενική | του | πάτρωνα | των | πατρώνων |
αιτιατική | τον | πάτρωνα | τους | πάτρωνες |
κλητική | πάτρωνα | πάτρωνες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πάτρωνας < ελληνιστική κοινή πάτρων
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpa.tɾo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐τρω‐νας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπάτρωνας αρσενικό
- ετυμολογική γραφή του πάτρονας
- ※ Η εξελληνισθείσα λέξη "σπόνσορας", ούσα αγγλική, ήταν φαίνεται γνωστή παλαιόθεν , διότι οι πάτρωνες της εποχής εκείνης δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι σημερινοί σπόνσορες ! (Ιωάννης Θ. Γιαννόπουλος, Μυστική Αθήνα και Αττική, εκδ. Έσοπτρον, 1999, σελ. 36)
- ※ Ἡ Μεγάλη αὒτη σχολή ἒχει και μεγάλους τούς πάτρωνας καὶ προστάτας αὐτῆς, προθυμότατα ἑκάστοτε σπεύδοντας πρὸς θεραπείαν τῶν ἀναγκῶν αὐτῆς (Εκκλησιαστική Αλήθεια, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1889, σελ. 253 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία πάτρωνας
|