παλαιόθεν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλαιόθεν < μεσαιωνική ελληνική παλαιόθεν
Επίρρημα
επεξεργασίαπαλαιόθεν
Μεταφράσεις
επεξεργασία παλαιόθεν
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- παλαιόθεν < αρχαία ελληνική πάλαι + -θεν
Επίρρημα
επεξεργασίαπαλαιόθεν
- από πολύ παλαιά (χρονικά)