Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πάλαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πάλαι
<
αρχαία ελληνική
πάλαι
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
*
kʷel
- ((
αναποδο
)
γυρίζω
)
Επίρρημα
επεξεργασία
πάλαι
(
λόγιο
)
παλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πάλαι
→
δείτε
τη λέξη
παλιά