έκπαλαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έκπαλαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκπαλαι < ἐκ + αρχαία ελληνική πάλαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈek.pa.le/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έκ‐πα‐λαι
Επίρρημα επεξεργασία
έκπαλαι
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
έκπαλαι
|