Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sponsor sponsors

sponsor (en)

  1. ανάδοχος
  2. ο εισηγούμενος μια πρόταση
  3. χορηγός, σπόνσορας
ενεστώτας sponsor
γ΄ ενικό ενεστώτα sponsors
αόριστος sponsored
παθητική μετοχή sponsored
ενεργητική μετοχή sponsoring

sponsor (en)

  1. αναδέχομαι
  2. εισηγούμαι
  3. χορηγώ



Ουσιαστικό

επεξεργασία

sponsor (ro) αρσενικό