Ετυμολογία

επεξεργασία
parrain < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
parrain parrains

parrain (fr) αρσενικό (θηλυκό marraine)