Δείτε επίσης: ἀναδέχομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναδέχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναδέχομαι < ἀνά (ανα-) + δέχομαι
σημασία: «βαφτίζω» < μεσαιωνική ελληνική ἀναδέχομαι < αρχαία ελληνική ἀναδέχομαι [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.naˈðe.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐δέ‐χο‐μαι

αναδέχομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. (λόγιο) δέχομαι κάτι και την υποχρέωση που απορρέει από την αποδοχή αυτή, αναλαμβάνω, εγγυώμαι
  2. (λόγιο) βαφτίζω, γίνομαι ανάδοχος κάποιου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία