Δείτε επίσης: ἀναδέχομαι

Ετυμολογία

επεξεργασία

αναδέχομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. (λόγιο) δέχομαι κάτι και την υποχρέωση που απορρέει από την αποδοχή αυτή, αναλαμβάνω, εγγυώμαι
  2. (λόγιο) βαφτίζω, γίνομαι ανάδοχος κάποιου

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία