undertake
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | undertake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | undertakes |
αόριστος | undertook |
παθητική μετοχή | undertaken |
ενεργητική μετοχή | undertaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαundertake (en)
ενεστώτας | undertake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | undertakes |
αόριστος | undertook |
παθητική μετοχή | undertaken |
ενεργητική μετοχή | undertaking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
undertake (en)