- → δείτε τις λέξεις take και up
take up (en), και take-up
- εξάρτημα της ραπτομηχανής που μαζεύει τη χαλαρή κλωστή καθώς η βελόνα σηκώνεται μετά το τέλος μιας ραφής
take up (en)
- (μεταβατικό) σηκώνω κάτι και το παίρνω μαζί μου
- ≈ συνώνυμα: pick up
- (μεταβατικό) αρχίζω μια δραστηριότητα, ξεκινώ να κάνω κάτι τακτικά
- ⮡ I've taken up knitting.
- Άρχισα πλέξιμο (να πλέκω)
- ⮡ I’d like to take up mathematics.
- Θά’θελα να ασχοληθώ με μαθηματικά
- αναλαμβάνω δράση, συνεχίζω έργο άλλου (που έφυγε, εκδιώχθηκε, απολύθηκε κτλ)
- ≈ συνώνυμα: undertake
- (μεταβατικό) αντιμετωπίζω ένα θέμα
- ⮡ Let's take this up with the manager.
- Ας μεταφέρουμε το όλο θέμα στον διευθυντή
- (μεταβατικό) καταλαμβάνω, πιάνω χώρο ή χρονικό διάστημα.
- ⮡ The books on finance take up three shelves.
- Τα βιβλία οικονομικών πιάνουν τρία ράφια
- ⮡ All my time is taken up with looking after the kids.
- Όλος μου ο ελεύθερος χρόνος είναι πιασμένος με τη φροντίδα των παιδιών
- (μεταβατικό, για ρούχα) κονταίνω, μαζεύω
- ⮡ to take up the sleeves
- Κονταίνω τα μανίκια
- (μεταβατικό) take someone up on something: αποδέχομαι μια προσφορά που μου έγινε από κάποιον
- ⮡ Shall we take them up on their offer?
- Να αποδεχθούμε την προσφορά τους;
- (αμετάβατο) συνεχίζω κάτι που είχε διακοπεί
- ≈ συνώνυμα: pick up, continue
- ⮡ Let's take up where we left off
- Ας συνεχίσουμε από το σημείο που είχαμε μείνει