Δείτε επίσης: take-up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις take και up

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
take up take ups

take up (en), και take-up

  • εξάρτημα της ραπτομηχανής που μαζεύει τη χαλαρή κλωστή καθώς η βελόνα σηκώνεται μετά το τέλος μιας ραφής
ενεστώτας take up
γ΄ ενικό ενεστώτα takes up
αόριστος took up
παθητική μετοχή taken up
ενεργητική μετοχή taking up

take up (en)

  1. (μεταβατικό) σηκώνω κάτι και το παίρνω μαζί μου
     συνώνυμα: pick up
  2. (μεταβατικό) αρχίζω μια δραστηριότητα, ξεκινώ να κάνω κάτι τακτικά
    ⮡  I've taken up knitting.
    Άρχισα πλέξιμο (να πλέκω)
    ⮡  I’d like to take up mathematics.
    Θά’θελα να ασχοληθώ με μαθηματικά
  3. αναλαμβάνω δράση, συνεχίζω έργο άλλου (που έφυγε, εκδιώχθηκε, απολύθηκε κτλ)
     συνώνυμα: undertake
  4. (μεταβατικό) αντιμετωπίζω ένα θέμα
    ⮡  Let's take this up with the manager.
    Ας μεταφέρουμε το όλο θέμα στον διευθυντή
  5. (μεταβατικό) καταλαμβάνω, πιάνω χώρο ή χρονικό διάστημα.
    ⮡  The books on finance take up three shelves.
    Τα βιβλία οικονομικών πιάνουν τρία ράφια
    ⮡  All my time is taken up with looking after the kids.
    Όλος μου ο ελεύθερος χρόνος είναι πιασμένος με τη φροντίδα των παιδιών
  6. (μεταβατικό, για ρούχα) κονταίνω, μαζεύω
    ⮡  to take up the sleeves
    Κονταίνω τα μανίκια
  7. (μεταβατικό) take someone up on something: αποδέχομαι μια προσφορά που μου έγινε από κάποιον
    ⮡  Shall we take them up on their offer?
    Να αποδεχθούμε την προσφορά τους;
  8. (αμετάβατο) συνεχίζω κάτι που είχε διακοπεί
     συνώνυμα: pick up, continue
    ⮡  Let's take up where we left off
    Ας συνεχίσουμε από το σημείο που είχαμε μείνει