Ετυμολογία

επεξεργασία
κονταίνω < λείπει η ετυμολογία

κονταίνω

  1. (μεταβατικό) μειώνω το ύψος ενός πράγματος
    πρέπει να κοντύνεις λίγο τα μπατζάκια του παντελονιού σου
  2. (αμετάβατο) χάνω ύψος, γίνομαι πιο κοντός


  Μεταφράσεις

επεξεργασία