Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εισηγούμαι < {εις + ηγούμαι}

  Ρήμα επεξεργασία

εισηγούμαι

  • προτείνω, εισάγω το θέμα μίας συζήτησης.

  Μεταφράσεις επεξεργασία