↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιχορήγηση οι επιχορηγήσεις
      γενική της επιχορήγησης* των επιχορηγήσεων
    αιτιατική την επιχορήγηση τις επιχορηγήσεις
     κλητική επιχορήγηση επιχορηγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιχορηγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιχορήγηση < επιχορηγώ + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιχορήγηση θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία