χορήγημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χορήγημα < ελληνιστική κοινή χορήγημα < αρχαία ελληνική χορηγέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορήγημα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του χορηγώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία χορήγημα
|
![]() |
χορήγημα ουδέτερο
|