χορηγέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χορηγέω < χορηγός (αρχικά για τις δαπάνες κατάρτισης χορού και μετά για άλλους λόγους)
Ρήμα
επεξεργασίαχορηγέω-χορηγῶ
- είμαι χορηγός, κορυφαίος χορού
- είμαι χορηγός για τα έξοδα του χορού σε μια γιορτή της πόλης μου
- Θεμιστοκλῆς ἐχορήγει: Φρύνιχος ἐδίδασκεν: Ἀδείμαντος ἦρχεν
- είμαι χορηγός για διάφορες κρατικές δαπάνες που τις καλύπτω χωρίς να έχω εγώ άμεσο οικονομικό όφελος
- χορηγεῖν, τριηραρχεῖν, εἰσφέρειν
- χορηγοῦσιν μὲν οἱ πλούσιοι, χορηγεῖται δὲ ὁ δῆμος
- (μεταφορικά) εφοδιάζω χωρίς να υπάρχει στη μέση χορηγός
- κεχορηγημένον τό στρατόπεδον τοῖς ἐπιτηδείοις
- τοῖς ἐκτὸς ἀγαθοῖς κεχορηγημένος
- κάλλιστα κεχορηγημένος (άριστα εφοδιασμένος)
- (μεταφορικά) εντρυφώ, φροντίζω με το παραπάνω κάποιες ανάγκες μου
- χορηγείς ταῖς σεαυτοῦ ἡδοναῖς (Αισχύνης)
- ἀλλ᾽ οὐδὲ μὴν ὁ πλούσιος ἀφθόνως ταῖς ἐπιθυμίαις χορηγῶν (Λουκιανός)