Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιχορηγούμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επιχορηγούμεν
ος
η
επιχορηγούμεν
η
το
επιχορηγούμεν
ο
γενική
του
επιχορηγούμεν
ου
της
επιχορηγούμεν
ης
του
επιχορηγούμεν
ου
αιτιατική
τον
επιχορηγούμεν
ο
την
επιχορηγούμεν
η
το
επιχορηγούμεν
ο
κλητική
επιχορηγούμεν
ε
επιχορηγούμεν
η
επιχορηγούμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επιχορηγούμεν
οι
οι
επιχορηγούμεν
ες
τα
επιχορηγούμεν
α
γενική
των
επιχορηγούμεν
ων
των
επιχορηγούμεν
ων
των
επιχορηγούμεν
ων
αιτιατική
τους
επιχορηγούμεν
ους
τις
επιχορηγούμεν
ες
τα
επιχορηγούμεν
α
κλητική
επιχορηγούμεν
οι
επιχορηγούμεν
ες
επιχορηγούμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
επιχορηγούμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
επιχορηγώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιχορηγούμενος