τσάμικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τσάμικος | η | τσάμικη | το | τσάμικο |
γενική | του | τσάμικου | της | τσάμικης | του | τσάμικου |
αιτιατική | τον | τσάμικο | την | τσάμικη | το | τσάμικο |
κλητική | τσάμικε | τσάμικη | τσάμικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τσάμικοι | οι | τσάμικες | τα | τσάμικα |
γενική | των | τσάμικων | των | τσάμικων | των | τσάμικων |
αιτιατική | τους | τσάμικους | τις | τσάμικες | τα | τσάμικα |
κλητική | τσάμικοι | τσάμικες | τσάμικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσάμικος < Τσάμης\Τσάμ(ης) + -ικος < αρχαία ελληνική Θύαμις
Επίθετο
επεξεργασίατσάμικος, -η, -ο
- ο σχετικός με τους Τσάμηδες
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσάμικος αρσενικό
- (χορός) ελληνικός παραδοσιακός χορός ιδιαίτερα δημοφιλής στην ηπειρωτική Ελλάδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσάμικος
|