Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσάμικος η τσάμικη το τσάμικο
      γενική του τσάμικου της τσάμικης του τσάμικου
    αιτιατική τον τσάμικο την τσάμικη το τσάμικο
     κλητική τσάμικε τσάμικη τσάμικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσάμικοι οι τσάμικες τα τσάμικα
      γενική των τσάμικων των τσάμικων των τσάμικων
    αιτιατική τους τσάμικους τις τσάμικες τα τσάμικα
     κλητική τσάμικοι τσάμικες τσάμικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσάμικος < Τσάμης\Τσάμ(ης) + -ικος < αρχαία ελληνική Θύαμις

  Επίθετο επεξεργασία

τσάμικος, -η, -ο

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσάμικος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία