τσάμικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσάμικο | τα | τσάμικα |
γενική | του | τσάμικου | των | τσάμικων |
αιτιατική | το | τσάμικο | τα | τσάμικα |
κλητική | τσάμικο | τσάμικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίατο τσάμικο (el) ουδέτερο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατο τσάμικο (el) ουδέτερο