καλαματιανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλαματιανός < Καλαμάτ(α) + -ιανός
Επίθετο επεξεργασία
καλαματιανός, -ή, -ό
- ο σχετιζόμενος με την Καλαμάτα
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλαματιανός αρσενικό
- (χορός) ελληνικός παραδοσιακός χορός της Πελοποννήσου
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλαματιανός
|