Καλαμάτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καλαμάτα | οι | Καλαμάτες |
γενική | της | Καλαμάτας | — | |
αιτιατική | την | Καλαμάτα | τις | Καλαμάτες |
κλητική | Καλαμάτα | Καλαμάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. Παλαιός πληθυντικός «αἱ Καλάμαι», γενική: «τῶν Καλαμῶν» | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.laˈma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λα‐μά‐τα
- ⓘ
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- Καλαμάτα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Καλαμάτα < Καλομάτα (επωνυμία της Παναγίας[1] -με αφομοίωση του ο σε α) από μοναστήρι της περιοχής[2] < καλός + μάτιν < ὀμμάτιν < αρχαία ελληνική ὀμμάτιον, υποκοριστικό του ὄμμα
- Κατ' άλλη άποψη < *καλάματα, πληθυντικός του καλάμι (υπάρχει και γειτονικό τοπωνύμιο Πετροκαλάματα με καταβιβασμό τόνου, πιθανόν με την επίδραση των επιθέτων -μάτα[2]
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Καλαμάτα θηλυκό (παλαιότερα: αἰ Καλάμαι)
- πόλη της Ελλάδας στην Πελοπόννησο, πρωτεύουσα της Μεσσηνίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
Καλαμάτα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- Καλαμάτα < γενική ενικού του αρσενικού Καλαμάτας
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ετυμολογία 3
επεξεργασία
- Καλαμάτα < κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασία
Καλαμάτα αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Ετυμολογική περιπλάνηση, εφ. Το Βήμα, 07/12/1997
- 1 2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)