ὀμμάτιν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὀμμάτιν < ὀμμάτιον < αρχαία ελληνική ὀμμάτιον, υποκοριστικό του ὄμμα (μάτι) < *ὄπ-μα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *op- / *okʷ-
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὀμμάτιν ουδέτερο
ὀμμάτιν ουδέτερο