Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ὀμμάτιν
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Μεσαιωνικά ελληνικά
(gkm)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ὀμμάτιν
<
ὀμμάτιον
<
αρχαία ελληνική
ὀμμάτιον
,
υποκοριστικό
του
ὄμμα
(
μάτι
) < *ὄπ-μα <
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα
*
op
- / *
okʷ
-
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ὀμμάτιν
ουδέτερο
(
ανατομία
)
μάτι