Πελοπόννησος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πελοπόννησος | ||
γενική | της | Πελοποννήσου | ||
αιτιατική | την | Πελοπόννησο | ||
κλητική | Πελοπόννησε (Πελοπόννησο) | |||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πελοπόννησος < αρχαία ελληνική Πελοπόννησος < (συναρπαγή) Πέλοπος νῆσος (> *Πελοπόσνησος[1] > Πελοπόννησος). Παλαιότερη μορφή, ποιητική, Πελοπόννᾱσος ( < Πέλοπος νᾶσος)· → πρβ. Νησῖδες Πέλοπος, ονομασία αταυτοποίητης «ομάδος μικρών νησιών κοντά στην ακτή της Τροιζηνίας».[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.loˈpo.ni.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐λο‐πόν‐νη‐σος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠελοπόννησος θηλυκό
- η μεγαλύτερη χερσόνησος της Ελλάδας και διοικητικό διαμέρισμα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Πελοποννήσια / Πελοποννησία
- πελοποννησιακός
- Πελοποννήσιος
- → δείτε τις λέξεις Πέλοπας και νησί
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Πελοπόννησος
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Δημήτριος Ι. Γεωργακάς, «Τα ονόματα Πέλοψ, Πελοπόννησος κτλ.», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 5 (1961), σ. 81.