Πελοποννήσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πελοποννήσιος | οι | Πελοποννήσιοι |
γενική | του | Πελοποννήσιου & Πελοποννησίου |
των | Πελοποννήσιων & Πελοποννησίων |
αιτιατική | τον | Πελοποννήσιο | τους | Πελοποννήσιους & Πελοποννησίους |
κλητική | Πελοποννήσιε | Πελοποννήσιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πελοποννήσιος < αρχαία ελληνική Πελοποννήσιος < Πελοπόννησος < Πέλοπος νήσος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠελοποννήσιος αρσενικό (θηλυκό Πελοποννήσια)
- ο κάτοικος της Πελοποννήσου ή αυτός που κατάγεται απ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πελοποννήσιος