Πέλοψ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πέλοψ < (παρωνύμιο) πέλοψ· ο καθηγητής Γεωργακάς πιθανολογεί προέλευση από αμαρτύρητη μυκηναϊκή λέξη. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνικά πελός + (ἡ) ὤψ· πρώτη γνωστή καταγραφή του ονόματος στη Ραψωδία Β΄ της Ιλιάδας του Ομήρου.[1] Κυριολεκτικά: αυτός που έχει μαυριδερή όψη.[2]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠέλοψ αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Βλ. Δημήτριος Ι. Γεωργακάς, «Τα ονόματα Πέλοψ, Πελοπόννησος κτλ.», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά 5 (1961), σσ. 79-80. Η μεταγραφή της αμαρτύρητης λέξης στην γραμμική Β που παραθέτει ο συγγραφέας είναι *Pelokws.
- ↑ τόμ. Γ΄ (Αθήνα 1904), σ. 516α - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών.