αμαρτύρητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμαρτύρητος < αρχαία ελληνική ἀμαρτύρητος < ἀ- + μαρτυρέω < μάρτυς
Επίθετο επεξεργασία
αμαρτύρητος, -η, -ο
- που δεν έχει (επι)βεβαιωθεί, δεν υπάρχει μαρτυρία γι’ αυτόν
- που δεν τον έχουν μαρτυρήσει, δεν τον έχουν αποκαλύψει
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβεβαίωτος
μη κοινολογημένος