κοινολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίακοινολογημένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κοινολογώ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοινολογημένος
κοινολογημένος, -η, -ο