ανεπιβεβαίωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεπιβεβαίωτος < στερητικό αν- + επιβεβαιώνω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
επεξεργασίαανεπιβεβαίωτος
- που δεν έχει επιβεβαιωθεί, που δεν θεωρείται απολύτως βέβαιος
- ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες μιλούν για δεκάδες νεκρούς από το σεισμό