confirmé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | confirmé | confirmés |
θηλυκό | confirmée | confirmées |
Επίθετο
επεξεργασίαconfirmé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | confirmé | confirmés |
θηλυκό | confirmée | confirmées |
confirmé (fr)