αμάρτυρος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αμάρτυρος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἀμάρτυρος (χωρίς μάρτυρες ή μαρτυρία) < ἀ- + μάρτυς, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική unbezeugt ή την αγγλική unattested[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈmaɾ.ti.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μάρ‐τυ‐ρος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αμάρτυρος, -η, -ο
- που δεν υπάρχει μαρτυρία γι’ αυτόν, δεν αποδεικνύεται
- (γλωσσολογία) για όρο ή λέξη που δεν εντοπίζεται σε υπάρχον γραπτό κείμενο, αλλά εικάζεται ότι υπήρξε τουλάχιστον προφορική χρήση της. Σημειώνεται το σύμβολο * (αστερίσκος) μπροστά από τη λέξη.
- (στην κλασική φιλολογία) τύπος ή λέξη που δεν μαρτυρείται, δεν σώζεται σε αρχαίο κείμενο, αλλά τη γνωρίζουμε από άλλη της μορφή (κλιτικό τύπο ή σύνθετη λέξη) ή από σχόλια γραμματικών και λεξικογράφων
- (ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία) τύποι (ρίζες, λέξεις) υποθετικών γλωσσών, στους οποίους φθάνουμε με τους αυστηρούς κανόνες της ανασύνθεσης (ή επανασύνθεσης)
- παράδειγμα: για το ρήμα ἄγω η πρωτοελληνική *ágō (*ágōστο en.wiktionary)
- παράδειγμα: πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr (δείτε την αρχαία πατήρ)
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μαρτυρία
- Αμάρτυροι τύποι αρχαίων ελληνικών στο Βικιλεξικό
- για τους επανασυντεθειμένους υποθετικούς τύπους, δείτε την Κατηγορία:Πρωτογλώσσες
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «αμάρτυρος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Α΄ έκδοση: 1998)