Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανασύνθεση οι ανασυνθέσεις
      γενική της ανασύνθεσης* των ανασυνθέσεων
    αιτιατική την ανασύνθεση τις ανασυνθέσεις
     κλητική ανασύνθεση ανασυνθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανασυνθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανασύνθεση < (καθαρεύουσα) ἀνασύνθεσις < (λόγιο) ἀνασυνθέτω < ανα- (αρχαία ελληνική πρόθεση ἀνά) + σύνθεση (< αρχαία ελληνική συντίθημι), (απόδοση) γαλλική recomposition[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.naˈsin.θe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐σύν‐θε‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανασύνθεση θηλυκό

  1. αλλαγή στη σύνθεση των μελών μιας ομάδας, η νέα σύνθεση, πιθανώς με διατήρηση παλιών στοιχείων αλλά και με προσθήκη νέων
    η ανάγκη της πληθυσμιακής ανασύνθεσης μιας περιοχής της χώρας όπου παρατηρείται πλειοψηφία μη αμιγώς ελληνικών στοιχείων
  2. ανασχηματισμός, αναδόμηση, αναδιοργάνωση
    η ανασύνθεση της κυβέρνησης
    η ανασύνθεση της αριστεράς
  3. αναπαράσταση, πιστή απεικόνιση, τεχνητή αναβίωση του παρελθόντος ή στοιχείου του παρελθόντος ή και του παρόντος (π.χ. στη μαγνητική τομογραφία)
    ενδιαφέρουσα ταινία, με πολύ καλή ανασύνθεση της εποχής του '60
    η ανασύνθεση του εγκεφάλου των πρώτων συγγενών μας, οι οποίοι έζησαν στις πεδιάδες της Αφρικής πριν από χιλιάδες χρόνια
    οι αρχαιολογικές παρουσιάσεις και ανασυνθέσεις ως μέσον γνώσεως
    ο συγκεκριμένος αξονικός παρέχει τη δυνατότητα για τρισδιάστατες ανασυνθέσεις
  4. (ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία) η διαδικασία με την οποία οδηγούμαστε σε υποθετικούς, αμάρτυρους τύπους παλαιότατης φάσης μιας γλώσσας
    παράδειγμα: πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ph₂tḗr (δείτε την αρχαία πατήρ)
     συνώνυμα: επανασύνθεση
    → δείτε Κατηγορία:Πρωτογλώσσες
  5. (φυσική) η επανασύνθεση ενός στοιχείου που έχει αναλυθεί και η επαναφορά της αρχικής του σύνθεσης
    Κάθε σύνθετο φως μπορεί να υποστεί ανασύνθεση...Μια τέτοια ανασύνθεση λευκού φωτός μπορεί να γίνει επίσης και με τον δίσκο του Νεύτωνα.
  6. αναδημιουργία, αναπλήρωση (π.χ. για το γλυκογόνο που ανασυνθέτει ο ανθρώπινος οργανισμός από τη γλυκόζη που συνθέτει από τους υδατάνθρακες που προσλαμβάνει)
    η ανασύνθεση γλυκογόνου μετά από άσκηση...

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σύνθεση και θέτω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία