Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναπλήρωση οι αναπληρώσεις
      γενική της αναπλήρωσης* των αναπληρώσεων
    αιτιατική την αναπλήρωση τις αναπληρώσεις
     κλητική αναπλήρωση αναπληρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπληρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αναπλήρωση < αρχαία ελληνική ἀναπλήρωσις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική suppléance)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αναπλήρωση θηλυκό

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία