• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αναπλήρωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναπλήρωση οι αναπληρώσεις
      γενική της αναπλήρωσης
& αναπληρώσεως
των αναπληρώσεων
    αιτιατική την αναπλήρωση τις αναπληρώσεις
     κλητική αναπλήρωση αναπληρώσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αναπλήρωση < αρχαία ελληνική ἀναπλήρωσις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική suppléance)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αναπλήρωση θηλυκό

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού αναπληρώνω

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • αναπλήρωμα

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • → δείτε τις λέξεις αναπληρώνω και πλήρης

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αναπλήρωση
  • αγγλικά : replacemente (en), replenishment (en), substitution (en)
  • γαλλικά : suppléance (fr)


Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αναπλήρωση&oldid=4862792"
Τελευταία επεξεργασία στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 18:20

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 5 Οκτωβρίου 2020, στις 18:20.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie