αναπλήρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπλήρωμα < αρχαία ελληνική ἀναπλήρωμα < ἀναπληρόω / ἀναπληρῶ < πληρόω / πληρῶ < πλήρης
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναπλήρωμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του αναπλήρωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναπλήρωμα
|