πληρῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | πληρῶ | |
Παρατατικός | ἐπλήρουν | |
Μέλλοντας | πληρώσω | |
Αόριστος | ἐπλήρωσα | |
Παρακείμενος | πεπλήρωκα | |
Υπερσυντέλικος | ἐπεπληρώκειν | |
Συντελ.Μέλλ. |
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαπληρῶ