Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναπληρόω < ἀνά + πληρόω-πληρῶ

ἀναπληρόω-ἀναπληρῶ

  1. αναπληρώνω ένα κενό, συμπληρώνω κάτι που λείπει
    • οὖν καὶ ἐγὼ τὸν ἔρωτα ἐπαινῶν πολλὰ παραλείπω, οὐ μέντοι ἑκών γε. ἀλλ᾽ εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον, ὦ Ἀριστόφανες, ἀναπληρῶσαι (μπορεί άθελά μου να έχω παραλείψει πολλά στον έπαινό μου για τον έρωτα, αλλά αν κάτι το άφησα να λείπει, είναι δική σου δουλειά Αριστοφάνη να το συμπληρώσεις (Συμπ. Πλ. 188)
  2. συμπληρώνω τον αριθμό βουλευτών, στρατιωτών, ναυτικών, καλύπτω την κενή θέση κάποιου (π.χ. συνηγόρου υπεράσπισης), συμπληρώνω χρηματικό ποσό
    • ...ὅταν δέ γε μύρια ἀναπληρωθῇ, ἑκατὸν τάλαντα ἡ πρόσοδος ἔσται (...και όταν συμπληρωθεί ο αριθμός των δέκα χιλιάδων (δούλων), το έσοδο θα είναι εκατό τάλαντα- Ξενοφ. Περί Προσόδων ή Πόροι, 4.24)
    • ἐκεῖνος ἀνεπλήρου τὴν συνηγορίαν (αναλάμβανε να καλύψει τη θέση του συνήγορου -Πλούταρχ. Κράσσος,3)
  3. συμπληρώνω χρηματικό ποσό ή ίσως εξοφλώ πλήρως, παίρνω όσα μου χρωστούν
    • ... τῶν ἀνδραπόδων τάς τιμὰς ἐλάμβανεν, ἕως ἀνεπληρώσατο τὴν προῖκα, τὰς ὀγδοήκοντα μνᾶς (και έπαιρνε και χρήματα από τις πωλήσεις των δούλων έως ότου συμπλήρωσε το ποσό της προίκας, δηλαδή το ποσό των ογδόντα μνων -Δημοσθ. Κατά Αφόβου Επιτροπής α΄, 3)
  4. αναπληρώνω αντισταθμιστικά, αντισταθμίζω
  5. πληρώνω εξ ολοκλήρου π.χ. τους φόρους (μεταγενέστερη έννοια)
  6. εκπληρώνω προφητεία (λέξη της μεταγενέστερης ελληνικής)
    ἀναπληροῦται ἡ προφητεία (κατά Ματθαίο)
  7. μέσο: αποκαθίσταμαι στην κανονική μου μορφή, κατάσταση
    ἀνεπληρώθη ὁ ἥλιος (μετά από έκλειψη)
→ δείτε τη λέξη  ἐξαναπληρόω, ἐκπληρόω, πληρόω