μνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μνά | οι | μνές |
γενική | της | μνάς | των | μνών |
αιτιατική | τη | μνά | τις | μνές |
κλητική | μνά | μνές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμνα θηλυκό
- (νόμισμα, ιστορία) αρχαία μονάδα μέτρησης της μάζας και νόμισμα που υποδιαιρείτο σε 100 δραχμές
- ⮡ ένα τάλαντο είχε 60 μνες και μία μνα ισούτο με 100 αττικές δραχμές
Δείτε επίσης
επεξεργασία- μνα στη Βικιπαίδεια