Δείτε επίσης: μνᾶ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μνά οι μνές
      γενική της μνάς των μνών
    αιτιατική τη μνά τις μνές
     κλητική μνά μνές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μνα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μνᾶ < σημιτικής προέλευσης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmna/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μνα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία