ανασυνθέτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαανασυνθέτω
- ξανασυνθέτω, κρατώ βασικά στοιχεία από ένα υλικό αλλά δίνω νέα μορφή ή νέα δομή, ανασχηματίζω
- αναπαριστώ, ξαναζωντανεύω, δομώ κομμάτι-κομμάτι ένα μωσαϊκό που σχηματίζει μια πλήρη εικόνα από το παρελθόν
- ανασυνέθεσε την ιστορία των καπνοπαραγωγών από τα αρχεία του ΙΚΑ
- οι ερευνητές ανασυνθέτουν την ιστορική «πορεία» των κυκλώνων χρησιμοποιώντας στοιχεία...
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανασυνθέτω | ανασυνέθετα | θα ανασυνθέτω | να ανασυνθέτω | ανασυνθέτοντας | |
β' ενικ. | ανασυνθέτεις | ανασυνέθετες | θα ανασυνθέτεις | να ανασυνθέτεις | ανασύνθετε | |
γ' ενικ. | ανασυνθέτει | ανασυνέθετε | θα ανασυνθέτει | να ανασυνθέτει | ||
α' πληθ. | ανασυνθέτουμε | ανασυνθέταμε | θα ανασυνθέτουμε | να ανασυνθέτουμε | ||
β' πληθ. | ανασυνθέτετε | ανασυνθέτατε | θα ανασυνθέτετε | να ανασυνθέτετε | ανασυνθέτετε | |
γ' πληθ. | ανασυνθέτουν(ε) | ανασυνέθεταν ανασυνθέταν(ε) |
θα ανασυνθέτουν(ε) | να ανασυνθέτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανασυνέθεσα | θα ανασυνθέσω | να ανασυνθέσω | ανασυνθέσει | ||
β' ενικ. | ανασυνέθεσες | θα ανασυνθέσεις | να ανασυνθέσεις | ανασύνθεσε | ||
γ' ενικ. | ανασυνέθεσε | θα ανασυνθέσει | να ανασυνθέσει | |||
α' πληθ. | ανασυνθέσαμε | θα ανασυνθέσουμε | να ανασυνθέσουμε | |||
β' πληθ. | ανασυνθέσατε | θα ανασυνθέσετε | να ανασυνθέσετε | ανασυνθέστε | ||
γ' πληθ. | ανασυνέθεσαν ανασυνθέσαν(ε) |
θα ανασυνθέσουν(ε) | να ανασυνθέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανασυνθέσει | είχα ανασυνθέσει | θα έχω ανασυνθέσει | να έχω ανασυνθέσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανασυνθέσει | είχες ανασυνθέσει | θα έχεις ανασυνθέσει | να έχεις ανασυνθέσει | έχε ανασυντεθειμένο | |
γ' ενικ. | έχει ανασυνθέσει | είχε ανασυνθέσει | θα έχει ανασυνθέσει | να έχει ανασυνθέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανασυνθέσει | είχαμε ανασυνθέσει | θα έχουμε ανασυνθέσει | να έχουμε ανασυνθέσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανασυνθέσει | είχατε ανασυνθέσει | θα έχετε ανασυνθέσει | να έχετε ανασυνθέσει | έχετε ανασυντεθειμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ανασυνθέσει | είχαν ανασυνθέσει | θα έχουν ανασυνθέσει | να έχουν ανασυνθέσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ανασυντεθειμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ανασυντεθειμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ανασυντεθειμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ανασυντεθειμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανασυνθέτω