σονάτα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σονάτα | οι | σονάτες |
γενική | της | σονάτας | των | σονατών |
αιτιατική | τη | σονάτα | τις | σονάτες |
κλητική | σονάτα | σονάτες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σονάτα θηλυκό
μουσική σύνθεση για ένα ή δυο όργανα με τρία ή τέσσερα μέρη διαφορετικής ρυθμικής αγωγής.
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- σονάτα δωματίου (sonata da camara)
- εκκλησιαστική σονάτα (sonata da Chiesa)
- σονάτα στη Βικιπαίδεια